Σε μια απομονωμένη, περιφραγμένη μονοκατοικία, μια οικογένεια - ο πατέρας, η μητέρα, τα δύο κορίτσια και ο γιος τους- ζει χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο. Τα παιδιά, ενήλικα, ακαθόριστης ηλικίας, δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι. Διαπαιδαγωγούνται, ψυχαγωγούνται, βαριούνται και αθλούνται έτσι όπως οι γονείς τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα, ενώ πιστεύουν ότι τα αεροπλάνα που πετάνε στον ουρανό είναι παιχνίδια και ότι τα ζόμπι είναι μικρά κίτρινα λουλούδια.
Ο μόνος που βγαίνει από το σπίτι είναι ο πατέρας και ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει σ' αυτό είναι η Χριστίνα, η οποία δουλεύει σαν φρουρός-σεκιούριτι στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο τελευταίος κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι για να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιου. Μέχρι που η παρουσία της Χριστίνας αρχίζει να ανατρέπει τις ισορροπίες και τα σεξουαλικά ερεθίσματα που παρέχει στα τρία αδέρφια κατακλύζουν την καθημερινότητά τους... Ευφυώς δομημένη σαν αλληγορία πάνω στον αυταρχισμό όχι μόνο της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας αλλά και ευρύτερα πάνω στο καταπιεστικό εκ φύσεως «σύστημα» οποιασδήποτε σύγχρονης κοινωνίας, η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου μπορεί να προκαλέσει αναλύσεις επί αναλύσεων.
Χάρη στην έντονη σημειολογία της και το σουρεαλιστικό ύφος, κάτω από το οποίο κρύβονται πολλά επίπεδα ανάγνωσης, «παιδεύει» το μάτι όσο παιδεύει και το μυαλό και διακωμωδεί με πολύ χιούμορ τις νόρμες στις οποίες βασίζονται οι κοινωνίες. Για όλα αυτά όπως και για το συμπαγές της σενάριο, τον αταλάντευτα σφιχτό ρυθμό της και τις τέλεια εναρμονισμένες με την υπερρεαλιστική της αισθητική ερμηνείες των ηθοποιών ανοίγει έναν νέο δρόμο για το ελληνικό σινεμά, αποτελώντας ό,τι πιο πρωτοποριακό έχει γεννήσει αυτό την τελευταία δεκαετία, μαζί με τις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη.
Οξύς στην ανοιχτή του αντιπαράθεση με τις διάφορες μορφές ανελευθερίας μέσα στην κανονικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι, ο σκηνοθέτης αποστεγνώνει το συναίσθημα από τα πρόσωπα των ηρώων του παρακολουθώντας τα καθώς έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, ανήμπορα στρατιωτάκια που δεν νιώθουν και δεν επικοινωνούν μέσα στο αποστειρωμένο περιβάλλον τους, το οποίο έχει διαμορφωθεί από τους γονείς-εκπαιδευτές σαν οχυρό απ όλες τις κακές επιρροές του έξω κόσμου.
Οι εξάρσεις βίας ταράζουν τα ύπουλα ήρεμα νερά της επιφάνειας, ενώ το δυνατό σοκ του φινάλε απελευθερώνει έναν χείμαρρο από συναισθήματα.
Ο «Κυνόδοντας» -το δόντι που όταν πέσει θα επιτρέψει στα νέα μέλη της οικογένειας να φύγουν από το σπίτι- κόβει βαθιά την οικεία, αναγνωρίσιμη πατριαρχική δομή της ελληνικής φαμίλιας -κυρίως αυτής που γαλουχείται με τα πρότυπα της ανώτερης τάξης- και ζυμώνει τα καταπιεστικά για την εξέλιξη της ατομικής προσωπικότητας στοιχεία της σε μια προκλητική κινηματογραφική πρόταση. Η παρακολούθηση του εγχειρήματος ενδεχομένως να μην είναι εύκολη για όλους, αλλά σίγουρα αποτελεί κάτι το ξεχωριστό.
Ο μόνος που βγαίνει από το σπίτι είναι ο πατέρας και ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει σ' αυτό είναι η Χριστίνα, η οποία δουλεύει σαν φρουρός-σεκιούριτι στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο τελευταίος κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι για να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιου. Μέχρι που η παρουσία της Χριστίνας αρχίζει να ανατρέπει τις ισορροπίες και τα σεξουαλικά ερεθίσματα που παρέχει στα τρία αδέρφια κατακλύζουν την καθημερινότητά τους... Ευφυώς δομημένη σαν αλληγορία πάνω στον αυταρχισμό όχι μόνο της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας αλλά και ευρύτερα πάνω στο καταπιεστικό εκ φύσεως «σύστημα» οποιασδήποτε σύγχρονης κοινωνίας, η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου μπορεί να προκαλέσει αναλύσεις επί αναλύσεων.
Χάρη στην έντονη σημειολογία της και το σουρεαλιστικό ύφος, κάτω από το οποίο κρύβονται πολλά επίπεδα ανάγνωσης, «παιδεύει» το μάτι όσο παιδεύει και το μυαλό και διακωμωδεί με πολύ χιούμορ τις νόρμες στις οποίες βασίζονται οι κοινωνίες. Για όλα αυτά όπως και για το συμπαγές της σενάριο, τον αταλάντευτα σφιχτό ρυθμό της και τις τέλεια εναρμονισμένες με την υπερρεαλιστική της αισθητική ερμηνείες των ηθοποιών ανοίγει έναν νέο δρόμο για το ελληνικό σινεμά, αποτελώντας ό,τι πιο πρωτοποριακό έχει γεννήσει αυτό την τελευταία δεκαετία, μαζί με τις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη.
Οξύς στην ανοιχτή του αντιπαράθεση με τις διάφορες μορφές ανελευθερίας μέσα στην κανονικότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι, ο σκηνοθέτης αποστεγνώνει το συναίσθημα από τα πρόσωπα των ηρώων του παρακολουθώντας τα καθώς έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, ανήμπορα στρατιωτάκια που δεν νιώθουν και δεν επικοινωνούν μέσα στο αποστειρωμένο περιβάλλον τους, το οποίο έχει διαμορφωθεί από τους γονείς-εκπαιδευτές σαν οχυρό απ όλες τις κακές επιρροές του έξω κόσμου.
Οι εξάρσεις βίας ταράζουν τα ύπουλα ήρεμα νερά της επιφάνειας, ενώ το δυνατό σοκ του φινάλε απελευθερώνει έναν χείμαρρο από συναισθήματα.
Ο «Κυνόδοντας» -το δόντι που όταν πέσει θα επιτρέψει στα νέα μέλη της οικογένειας να φύγουν από το σπίτι- κόβει βαθιά την οικεία, αναγνωρίσιμη πατριαρχική δομή της ελληνικής φαμίλιας -κυρίως αυτής που γαλουχείται με τα πρότυπα της ανώτερης τάξης- και ζυμώνει τα καταπιεστικά για την εξέλιξη της ατομικής προσωπικότητας στοιχεία της σε μια προκλητική κινηματογραφική πρόταση. Η παρακολούθηση του εγχειρήματος ενδεχομένως να μην είναι εύκολη για όλους, αλλά σίγουρα αποτελεί κάτι το ξεχωριστό.